- κτίδεος
- κτίδεος, -έη, -ον (Α)αυτός που έχει κατασκευαστεί από δέρμα τού ζώου ίκτις*.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἴκτις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτιδέη — κτίδεος of a marten fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιδέην — κτίδεος of a marten fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιδέα — κτιδέᾱ , κτίδεος of a marten fem nom/voc/acc dual κτιδέᾱ , κτίδεος of a marten fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιδέας — κτιδέᾱς , κτίδεος of a marten fem acc pl κτιδέᾱς , κτίδεος of a marten fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίκτις — ἴκτις, ιδος, ἡ (Α) το κουνάβι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. ἴκτερος*. Από τη λ. ἴκτις, ἵδος σχηματίστηκε τ. κτίδεος, με σίγηση τού αρκτικού ι , που μαρτυρείται στην Ιλιάδα ως: κτιδέη κυνέη «περικεφαλαία από δέρμα… … Dictionary of Greek
κτιδέαν — κτιδέᾱν , κτίδεος of a marten fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)